Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὑασμός — αὐασμός , αὐασμός drying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυασμός — αὐασμός, ο (Α) αποξήρανση … Dictionary of Greek
αὐασμόν — αὐασμός drying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)